- καμίνι
- 1) brasier2) chaudière
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καμίνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 315 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραμυθιάς του νομού Θεσπρωτίας. * * * το (AM καμίνιον) (υποκορ. τού κάμινος)… … Dictionary of Greek
καμίνι — το χώρος κλειστός ολόγυρα που χρησιμεύει για το λιώσιμο μετάλλων, απανθράκωση ξύλων, ασβεστοποίηση πετρών κ.ά.: Η δουλειά στα καμίνια είναι σκληρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμινίτης — καμινί̱της , καμινίτης baked in an oven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… … Dictionary of Greek
ασβεστοκάμινο — το και νος, η καμίνι όπου παράγεται ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)] … Dictionary of Greek
καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] … Dictionary of Greek
καμινεύς — καμινεύς, ὁ (Α) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης … Dictionary of Greek
καμινιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 53 χλμ. Β της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Ζαγορίου. Μετά το 1991 ονομάστηκε Ανθρακίτης. * * … Dictionary of Greek
καμινοκαύστης — καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α) 1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο 2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο καύστης, νεκρο… … Dictionary of Greek
Thasos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου … Deutsch Wikipedia